πεζομαχία — πεζομαχίᾱ , πεζομαχία battle by land fem nom/voc/acc dual πεζομαχίᾱ , πεζομαχία battle by land fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεζομαχίᾳ — πεζομαχίαι , πεζομαχία battle by land fem nom/voc pl πεζομαχίᾱͅ , πεζομαχία battle by land fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεζομαχία — η μάχη πεζών στρατιωτών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πεζομαχίας — πεζομαχίᾱς , πεζομαχία battle by land fem acc pl πεζομαχίᾱς , πεζομαχία battle by land fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεζομαχίαι — πεζομαχία battle by land fem nom/voc pl πεζομαχίᾱͅ , πεζομαχία battle by land fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεζομαχίαν — πεζομαχίᾱν , πεζομαχία battle by land fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεζομαχιῶν — πεζομαχία battle by land fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεζομαχίαιν — πεζομαχία battle by land fem gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεζομαχίαις — πεζομαχία battle by land fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπεζομαχώ — καταπεζομαχῶ, έω (Α) (επιτ. τ. τού πεζομαχώ) νικώ σε πεζομαχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πεζομαχώ «μάχομαι στην ξηρά ή πεζός»] … Dictionary of Greek